καραμούζα

καραμούζα
η
(λ. ιταλ.), πνευστό μουσικό όργανο που παράγει τραχύ και διαπεραστικό ήχο: Μόνο καραμούζα ξέρει να παίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραμούζα — και καραμούτζα, η (Μ καραμούζα και καρλαμούζα) νεοελλ. ζουρνάς μσν. γκάιντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. corna musa «ποιμενική φλογέρα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”